- καίσαρης
- καίσαρης, ὁ (Μ)βλ. καίσαρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καισάρης — masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καίσαρης, Ιωσήφ — (Κέρκυρα 1845 – 1923).Μουσικοσυνθέτης. Στρατιωτικός μουσικός από το 1887, είχε συνθέσει πολλές συμφωνίες, εμβατήρια, βαλς κ.ά. Το κυριότερο συμφωνικό του έργο, Η μάχη των Δερβενίων, βραβεύτηκε σε μουσικό διαγωνισμό στο Παρίσι, το 1888 … Dictionary of Greek
Καίσαρης, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1857 – 1946).Μουσικοσυνθέτης. Ήταν αδελφός του Ιωσήφ Καίσαρη (βλ. λ.) και μαθήτευσε κοντά στον Μάντζαρο. Το 1888 έγινε αρχιμουσικός του πυροβολικού και το 1892 διορίστηκε καθηγητής πνευστών οργάνων στο Ωδείο Αθηνών. Αναδιοργάνωσε τις… … Dictionary of Greek
Καισαρέων — Καισάρης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καίσαρ' — Καίσαρα , Καῖσαρ elephant masc acc sg Καίσαρι , Καῖσαρ elephant masc dat sg Καίσαρε , Καῖσαρ elephant masc nom/voc/acc dual Καίσαρα , Καισάρης masc voc sg Καίσαρα , Καισάρης masc nom sg (epic) Καίσαραι , Καισάρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καίσαρα — Καῖσαρ elephant masc acc sg Καισάρης masc voc sg Καισάρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… … Dictionary of Greek
Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
Καισάραι — Καισάρᾱͅ , Καισάρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)